Σκονισμένα παγκάκια
Χθές είδα πάλι εκείνον τον εγκαταλελειμμένο από τον κόσμο άνθρωπο, να πουλά χαρτομάντηλα στη συνηθισμένη του θέση, στο φανάρι μιας κεντρικής διασταύρωσης. Φορούσε τα ίδια ρούχα, μακριά και βρόμικα, κάτω από τον καυτό ήλιο. Το βλέμμα του δεν εστίαζε πουθενά, ήταν φανερό ότι βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο καθώς πάσχιζε να παρατείνει την εκεί παραμονή του αγοράζοντας εισιτήρια από τον δικό μας. Έκλαψα για λίγο, κρυφά, σε ένα σκονισμένο παγκάκι.
Πριν μια εβδομάδα συνάντησα μια ξυπόλητη τσιγγάνα σε ένα από τα στενά του κέντρου. Δεν ζητιάνευε, πουλούσε χαρτομάντηλα και αναπτήρες. Της έδωσα ένα νόμισμα. Επέμενε να πάρω οπωσδήποτε το πακέτο με τα μαντηλάκια. Δεν αρνήθηκα. Χάιδεψε τα μαλλιά μου για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και, χαμογελώντας, μου είπε: «ο έρωτας είναι στο δρόμο σου».
Γύρω μου αυτοκίνητα, σκόνη, βιαστικοί άνθρωποι, φασαρία. Κι εγώ, να κλαίω κρυφά σε σκονισμένα παγκάκια.