Χθες ήταν μια συννεφιασμένη μέρα, μετά απο πολύ καιρό. Ήταν πολύ όμορφα. Ξέρω, ξέρω, είναι περίεργο να αγαπάει κάποιος τη συννεφιά αλλά, τελικά, μου δίνει περισσότερη έμπνευση να σκεφτώ, να σχεδιάσω, να ονειρευτώ, να νιώσω...
Το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό μου ήταν, αμέσως μόλις επέστρεψα από την δουλειά, να κάνω ένα γρήγορο ντους και να βγώ έξω για περπάτημα. Είχα μπροστά μου δύο μόλις ώρες πριν σκοτεινιάσει για να απολαύσω την γκρίζα εκδίκηση της φύσης στην πρώιμη χαρά του επιπόλαιου ανθρώπου μπροστά στον χειμωνιάτικο ήλιο. Ευχόμουν να ήταν πάντα φθινόπωρο, για να μπορεί κι εμένα το μυαλό μου να κινείται στα μονοπάτια που μόνο τότε εμφανίζονται αφού απαλλαγούν πια από τη σκόνη και το εκτυφλωτικό φως του ήλιου.
Ξεκίνησα λοιπόν το περπάτημα, προσεχτικά επιλέγοντας τις διαδρομές που θα μου έδιναν τη δυνατότητα να κοιτώ ψηλά. Πέρασα από όλα εκείνα τα δρομάκια που με κάνουν να ξεχνιέμαι, ελπίζοντας πως θα βρω κάποτε το τοπίο που θα με κάνει να ξεχνώ. Η διαδρομή κράτησε πολύ λίγο. Ένιωθα μια κούραση στα πρόθυρα της ηδονής, αυτή την όμορφη κατατονία που νιώθει κάποιος όταν έχει ξεπεράσει το στάδιο της εξάντλησης.
Γύρισα σπίτι ακριβώς τη στιγμή που σουρούπωνε κι έπιασα ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι. Πάντοτε έγραφα με τον πρωτόγονο αυτόν τρόπο. Τα πιο εσωστρεφή, τα πιο δικά μου κείμενα, γράφτηκαν πάνω σε εκατοντάδες κομμάτια κιτρινισμένου χαρτιού από πάκα που ξέμειναν στην αποθηκούλα του σπιτιού. Τα ανακάλυψα στην εφηβεία μου όταν, μέσα στην περιέργειά μου, σηκώθηκα μια μέρα και αποφάσισα ότι πρέπει να γνωρίσω και την τελευταία ανεξερεύνητη γωνιά του σπιτιού που μεγάλωσα. Τα πακέτα με το χαρτί ήταν τοποθετημένα στο πιο σκοτεινό σημείο της αποθήκης, εκείνο που φοβόμουν να πλησιάσω όταν ήμουν πολύ μικρό παιδί. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο με περίμεναν εκεί, απείραχτα και ξεχασμένα. Κανείς δεν θυμάται το κενό, το άδειο, το άγραφο. Μπορεί και κάποιοι να το φοβούνται. Το κενό είναι πάντα η καλύτερη αρχή του «κάτι» και κάθε νέο «κάτι» είναι συχνά τρομακτικό. Το κιτρινισμένο χαρτί μου ανήκε. Μέχρι τότε, έγραφα σε τετράδια, άχρωμα και άγευστα, με γραμμές να κόβουν τις σκέψεις που ωθούσαν τις λέξεις να ξεφύγουν από την ευθεία. Το άδειο χαρτί ήταν παρθένο από κάθε αποπροσανατολιστικό στοιχείο. Η πατίνα του χρόνου του έδινε ένα όμορφο χρώμα ώχρας και το έκανε ακόμη πιο ελκυστικό. Σα να γινόταν λογοτέχνημα κάθε φράση που γραφόταν πάνω του. Ήξερα βέβαια πως δύσκολα θα δημιουργούσα λογοτεχνήματα αλλά, το μόνο που πενούσε από το μυαλό μου ήταν να γεμίσω το χαρτί με λέξεις. Πολλές, απειρες λέξεις. Ακόμη και σήμερα, σώζονται λίγα πάκα χαρτί, απείραχτα. Με περιμένουν υπομονετικά. Αλλά τα κρατώ μόνο για αυτά που θα γράψω και δεν θα τα μοιραστώ με κανέναν...